Ναυτιλία


Σύμφωνα με μαρτυρίες οι πρώτοι κάτοικοι των Οινουσσών ήταν βοσκοί και γεωργοί από τα Καρδάμυλα, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο  «Κάστρο»,  στο  πλησιέστερο  σημείο προς την βόρεια Χίο. Με τις μικρές τους βάρκες όμως δεν εξυπηρετείτο η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων προς την αντικρινή ακτή των Βρουλιδιών. Υποχρεώνονται λοιπόν, να αναπτύξουν μεγαλύτερα μέσα μεταφοράς. Αυτή είναι η πρώτη εμπο­ρική δραστηριότητα των Εγνουσσιωτών. Το Μανδράκι αρχίζει να χρησιμεύει ως λιμάνι και αργότερα αποτελεί επίκεντρο της εγκατάστασης. Η πρώτη αυτή περίοδος λήγει με την καταστροφή της Χίου χο 1822. Τότε, οι Εγνουσσιώτες καταφεύγουν στις Κυκλάδες και σε άλλους τόπους της Ελλάδας.

Επιστρέφουν με την αμνηστία του 1827, ανασκουμπώνονται και αρχίζουν πλέον να ασχολούνται επαγγελματικά με το εμπό­ριο και τις μεταφορές. Με χα μικρά τους σκάφη «Λατίνια», «Τσερνίκια» και «Μπουμπάρδες» μεταφέρουν ξύλα και κάρβουνα από Άγιο Όρος, Θάσο και Σαμοθράκη, με προορισμούς τα λιμάνια της Μ. Ασίας από το Αίβαλί μέχρι το Κουσάντασι. Ο πληθυ­σμός λοιπόν στρέφεται «από τα πρόβατα στα πλοία», «/fromsheeptoships», όπως χαρακτηριστικά έγραψε ένας Άγγλος ρεπόρτερ.

Το 1849 οι Εγνουσσιώτες ναυπηγούν για πρώτη φορά πλοία δικά χους στο Πλω­μάρι μιας και δεν υπήρχαν διαθέσιμα προς πώληση. Μέσα στην επόμενη 20ετία τα πάντα αλλάζουν στις Οινούσσες. Η μικρή κοινωνία των κτηνοτρόφων και γεωργών μεταμορφωνεται σε μια δυναμική ναυτική οικογένεια που διευρύνεται συνεχώς. 20 περίπου οικογένειες καραβοκύρηδων κατέχουν ήδη το 15% της χιώτικης ναυ­τιλίας, με στόλο συνολικού εκτοπίσματος 2.000 τόνων.

Αυτή η ναυτική δραστηριότητα των Οινουσσών αποκτάει ξαφνικά έναν απρό­σμενο σύμμαχο, που αποδεικνύεται πηγή μεγάλης κερδοσκοπίας. Είναι ο Κριμαϊ­κός Πόλεμος των ετών 1853-56. Τότε οι Οινούσσιοι καραβοκύρηδες αποκομί­ζουν τεράστια κέρδη εκτελώντας μετα­φορές του Τουρκικού στρατού από τη Σμύρνη στα Δαρδανέλια.

Αναφερόμενος στην εποχή εκείνη ο Ανδρέας Συγγρός έγραφε, μεταξύ άλλων. «Κατά τον Κριμαϊκονπόλεμον εκέρδιζέν τις όσα επρόφθανεν, αρκεί να είχε ποιαν τίνα ενεργητικότητα και νοημοσύνην».

Τα κέρδη εκείνης της περιόδου αποτέλε­σαν τα πρώτα κεφάλαια για την απόκτησημεγαλύτερων σκαφών. Στις αρχές της δεκα­ετίας του 1860 χτίζονται τα πρώτα μεγάλα σκαριά στη Σύρο, Χίο και Ικαρία, με μέση χωρητικότητα 120 τόνους. Τα ταξίδια πλέον επεκτείνονται από την Μαύρη Θάλασσαμέχρι την Αίγυπτο. Το όνομα του Εγνουσσιώτη  πλοιοκτήτη,   ναυτίλου,  ναυτικού, καθιερώνεται στα ναυτιλιακά κέντρα. Οι έμποροι και ναυτιλιακοί οίκοι της εποχής τον γνωρίζουν, τον συγκατα­λέγουν στους κύκλους τους, τον περιβάλ­λουν μ' εμπιστοσύνη.

Γύρω στα τέλη του 1870 μεγαλύτερα σκάφη, «σκούνες» και «μπάρκα», χτίζονται από τους Ιταλούς της Αδριατικής. Ταξι­δεύουν σ' όλη τη Μεσόγειο, μερικές φορές και έξω από το Γιβραλτάρ, όπως ο Γιάν­νης Στ. Φράγκος, που ταξίδεψε στη Σιέρρα Λεόνε, της δυτικής αφρικανικής ακτής. Το 1890 ο Κ. Ι. Χατζηπατέρας ανέφερε, ότι «η Εγνούσσα ήτο η μεγαλύτερα μαρίνα των μερών μας. Είχομεν αγοράσει σχεδόν όλα τα  ιστιοφόρα της Ελλάδος και όλοι οι κάτοικοι εζούσαν ευτυχισμένοι. Ήσαν άνθρωποι εργα­τικοί, είχον το πλεονέκτημα της αλληλοβοή­θειας, ήσαν οικονόμοι και ως επί το πλείστον ηθικοί».

Ήδη όμως από το 1900 αρχίζει η παρακμή της ιστιοφόρου και η ανάπτυξη της ατμήλατης ναυτιλίας. Τα χαλύβδινα ατμοκίνητα σκάφη εκτοπίζουν όλο και περισσότερο τα ξύλινα με πανιά. Γράφει ο Α. Λαιμός στο «Χρονικό των Οινουσσών»; «Το 1900 με την αγορά του πρώτον βαποριού αρχίζει η νεκρόσιμος ακολουθία της ιστιοφόρου Εγνουσσιώτικης ναυτιλίας και βάλλονται τα εισόδια της βαπορίσιας».

Ο Α'. Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει την Εγνούσσα με στόλο 10 βαποριών χωρητι­κότητας 3.500-4.500 τόνων. Οι αντίξοες όμως συνθήκες του πολέμου αναγκάζουν τους πλοιοκτήτες να τα πουλήσουν ακόμα και με ζημιά.

Το 1923 νέα περίοδος αρχίζει με την εξόρμηση στην αγορά του Λονδίνου. Οι Εγνουσσιώτες αγοράζουν μεταχειρισμένα πλοία και τα μεταμορφώνουν σε καινούρ­για. Ο Α. Λαιμός αναφέρει τα παρακάτω πολύ σημαντικά-. «Οι όροι εργασίας σταΕγνουσσιώτικα βαπόρια κατά την περίο-δον αυτήν ερυθμίζοντο από έναν άγραφον κανονισμόν αμοιβαίας φιλοτιμίας πλοι­άρχων, συνιδιοκτητών και πληρωμάτων. Κατά την περίοδον της ιστορικής ναυτιλι­ακής κρίσεως 1927-1933 με μισθούς κείνης αντεπεξήλθον νικηφόρως και εκράτησαν τα καράβια εις τα χέρια των, ώστε να πέσουν σε καλύτερες εποχές». 

«Λιμπερτι», σε αναπλήρωση όσων χάθηκαν στον πόλεμο. Στους Εγνουσσιώτες παραδίδονται 14 πλοία πολλοί όμως, αν και είχαν χάσει βαπόρι στον πόλεμο, παραμε­ρίστηκαν στη διανομή.
 
Κατά τον Β'. Παγκόσμιο Πόλεμο η Εγνουσσιώχικη ναυτιλία έχει μεγάλο αριθμό πλοίων, παλιών μεν, αλλά με μέση χωρητι­κότητα 8.000 τόνων. Η πλειονότητα αυτών των πλοίων χάνεται κυρίως στον Ατλα­ντικό, συμμετέχοντας σε συμμαχικές νηο­πομπές. Έτσι η αποκατάσταση της παγκό­σμιας ειρήνης βρίσκει με ελάχιστα πλοία το νησί. Τότε όμως η Ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες εφοπλιστές, από κοινού, κατα­φέρνουν να εξασφαλίσουν από την Αμε­ρική, με πολύ ευνοϊκούς όρους, 100 πλοία τύπου

Τα μεταπολεμικά χρόνια  είναι πολύκερδοφόρα για την ναυτιλία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Οινουσσιακός στό­λος φτάνει τα 150 πλοία, αριθμός που, σε σύγκριση με τον πληθυσμό και το μέγε­θος του νησιού, κατατάσσουν τις Οινούσ­σες στην κορυφή της παγκόσμιας ναυτι­λίας. Σήμερα ο αριθμός των πλοίων έχει μειωθεί σημαντικά κι αυτό δεν οφείλε­ται τόσο στην αδράνεια των διαδόχων των εφοπλιστών της προηγούμενης γενιάς, όσο στη στροφή τους σε άλλους πόλους πλου­τισμού.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *