Ιστορική αναδρομή


Στην Αρχαιότητα και το Μεσαίωνα τα νησιά αναφέρονται με την ονομασία Οινούσσες από διάφορους συγγραφείς (Ηρόδοτος,Θουκυδίδης, Εκαταίος ο Μιλήσιος, Πλίνιος ο νεότερος, Στέφανος Βυζάντιος) είτε ως γεωγραφική θέση είτε σε σχέση με γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην περιοχή. Στους πόμενους αιώνες...
οι Οινούσσες πρέπει μάλλον να ακολούθησαν την τύχη της γειτονικής Χίου. Κάποιες αναφορές υπάρχουν μόνο σε έγγραφα του 14ου αιώνα, ενώ αργότερα πληροφορούμαστε πως ήταν ακατοίκητα και ότι μαζί με τους Φούρνους και τα Μοσχονήσια αποτελούσαν τόπο συνάντησης πειρατών.

Το 1521 ο Οθωμανός πλοίαρχος Πίρι Ρεΐς τα κατονομάζει όπως τα συναντούμε και αργότερα στα οθωμανικά έγγραφα:Koyun Adası και Koyun Adaları, δηλαδή νησιά των προβάτων. Λίγο αργότερα, το 1566, η Χίος και οι Οινούσσες καταλαμβάνονται από τον Οθωμανό ναύαρχο Piyale πασά. Αυτός έδωσε τις Οινούσσες ως τιμάριο στον αξιωματικό του Parmaksız πασά, του οποίου οι κληρονόμοι τις αφιέρωσαν σε θρησκευτικό μουσουλμανικό ίδρυμα (βακούφι).


Ήδη όμως από τις αρχές του 17ου αιώνα είχαν πυκνώσει οι αναφορές σε αυτές από περιηγητές οι οποίοι περνούσαν από τη Χίο, σταθμό στη θαλάσσια οδό που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με τους Αγίους Τόπους. Την εποχή αυτή οι Οινούσσες αποκαλούνται συχνά με την ονομασία Spalmadori, καθώς και με τα συναφή Spalmantori, (E)spalmador(es) κ.ά., η οποία κυριάρχησε στα ξενόγλωσσα κείμενα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Άλλες ονομασίες που απαντούν σε κείμενα περιηγητών ή σε χάρτες είναι Agunto, Cenus(s)a(e) και Hippi και ενίοτε Oenus(s)a και Oenuses. Τα νησιά αναφέρονται άλλοτε ως
ακατοίκητα και άλλοτε ότι κατοικούνταν από ποιμένες.


Στο α΄ μισό του 18ου αιώνα το μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος, η Οινούσσα, αποτέλεσε χώρο μονιμότερης εγκατάστασης για τους ποιμένες από την απέναντι βόρεια Χίο, οι οποίοι μέχρι τότε την κατοικούσαν κάποιους μήνες το χρόνο, καθώς και για άλλους Καρδαμυλίτες, γεωργούς ή ποιμένες. Ο πρώτος οικισμός δημιουργήθηκε στη θέση Κάστρο, ενώ από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να χτίζονται σπίτια ανατολικότερα, στο Μανδράκι, που μέχρι τότε χρησίμευε απλώς ως λιμάνι για την επικοινωνία με τη Χίο. Οι κάτοικοι έχτισαν εκκλησίες, οργάνωσαν την κοινότητά τους και εξέλεξαν δημογέροντες. Ο πληθυσμός αυτή την εποχή υπολογιζόταν ότι ανερχόταν σε 250 περίπου άτομα.


Η πρόοδος στη ναυτιλία από τα μέσα του 19ου αιώνα αντανακλάται και στο νησί. Οι καραβοκύρηδες-καπετάνιοι ήρθαν σε επαφή με τα μεγάλα λιμάνια της Ευρώπης, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας, οι ορίζοντες τους διευρύνθηκαν και θέλησαν να βελτιώσουν τη ζωή τους. Έχτισαν μεγαλύτερα σπίτια, ανέθεσαν τη διακόσμησή τους σε ειδικούς τεχνίτες, οι οποίοι έρχονταν από άλλα μέρη, μερίμνησαν για την εκκλησία τους, τον Άγιο Νικόλαο, την οποία ανακαίνισαν το 1864, καθώς και για την εκπαίδευση των παιδιών τους.
Το 1881 οι Οινούσσες δοκιμάστηκαν από τους σεισμούς που έπληξαν
σκληρά τη Χίο. Το Νοέμβριο του 1912, κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, τερματίστηκε η οθωμανική κυριαρχία στις Οινούσσες και τα νησιά ενσωματώθηκαν στην ελληνική επικράτεια.

 Η απόσταση που χωρίζει τις Οινούσσες από τα πλησιέστερα μικρασιατικά παράλια είναι μόλις 4 μίλια. Ήταν ευνόητο λοιπόν να αναπτυχθούν σχέσεις και κάποιοι Μικρασιάτες να εγκατασταθούν στις Οινούσσες ήδη από το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Το καλοκαίρι του 1914 διαπεραιώθηκαν στις Οινούσσες εκατοντάδες πρόσφυγες από τα μικρασιατικά παράλια έπειτα από τις
διώξεις που υπέστησαν. Κάποιοι από αυτούς έμειναν στο νησί μέχρι την παλιννόστηση στις εστίες τους στα 1918-1919. Τον Αύγουστο του 1922 περισσότεροι από χίλιοι πρόσφυγες (το υψηλότερο ποσοστό σε ελληνικό νησί σε σχέση με το γηγενή πληθυσμό) εγκαταστάθηκαν ξανά στις Οινούσσες, προερχόμενοι στη συντριπτική τους πλειονότητα από την Ερυθραία. Αν και τα νησιά δε διέθεταν σημαντική γη για καλλιέργεια και οι δυνατότητες για εύρεση εργασίας ήταν μικρές, οι πρόσφυγες παρέμειναν εκεί προσδοκώντας ότι γρήγορα θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους, η οποία βρισκόταν τόσο κοντά,
ώστε ορισμένοι μπορούσαν να διακρίνουν με τα κιάλια τα σπίτια ή τα χωράφια τους στην απέναντι ακτή. Το ζήτημα της απαλλοτρίωσης ιδιωτικών γαιών υπέρ των προσφύγων ήταν η αιτία να διαταραχθούν οι σχέσεις γηγενών και προσφύγων από τα τέλη της δεκαετίας του 1920.

Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και κατά τις προηγούμενες πολεμικές αναμετρήσεις, πολλοί Οινουσσιώτες ναυτικοί χάθηκαν σε επιχειρήσεις στη θάλασσα. Συνολικά ο αριθμός των Οινουσσιωτών που πνίγηκαν σε ναυάγια ιστιοφόρων και ατμόπλοιων από τα μέσα του 19ου έως και τα μέσα του 20ού αιώνα ήταν μεγάλος, δυσανάλογος προς τον
πληθυσμό του νησιού. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο μνημείο στην Ελλάδα που αφιερώθηκε στον «Αφανή Ναύτη» στήθηκε το 1952 στις Οινούσσες.


Το Μάιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν τις Οινούσσες, γεγονός που προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στον επισιτισμό του νησιού, όπως συνέβη και στη Χίο. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, οι Οινούσσες αποτέλεσαν σταθμό στη διαπεραίωση Ελλήνων και Άγγλων στον Τσεσμέ και από εκεί στη Μέση Ανατολή.Μετά την Απελευθέρωση σημειώθηκε μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αττική. Η ναυτολόγηση γινόταν πλέον στον Πειραιά,όπου οι Οινούσσιοι πλοιοκτήτες είχαν ανοίξει ναυτιλιακά γραφεία. Στο νησί δεν υπήρχαν ευκαιρίες για εργασία και η έλλειψη γυμνασίου αποτελούσε σημαντικό μειονέκτημα. Το κύμα φυγής επέτειναν οι σεισμοί του 1949.


Το 1954 ιδρύθηκε Ναυτικό Γυμνάσιο στο νησί, το οποίο συνέβαλε στη συγκράτηση της πληθυσμιακής κάμψης. Σήμερα η ύπαρξη της Ναυτικής Σχολής και οι προσπάθειες που γίνονται από διάφορους φορείς για την ανάπτυξη του νησιού αφήνουν ελπίδες ότι οι Οινούσσες δε θα γνωρίσουν το μαρασμό και την ερήμωση άλλων μικρών νησιών του Αιγαίου.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *